μουρουνέλαιο(ν)

μουρουνέλαιο(ν)
μουρουνόλαδο τό рыбий жир

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μουρουνέλαιο(ν)" в других словарях:

  • μουρουνέλαιο — Λάδι που παρασκευάζεται από συκώτι ψαριών της οικογένειας των γαδιδών. Είναι πηχτό, με χρώμα ανοιχτό κίτρινο ή και πιο σκούρο και με χαρακτηριστική μυρωδιά. Αποτελείται κυρίως από τριγλυκερίδια ακόρεστων οξέων και περιέχει μικρή ποσότητα… …   Dictionary of Greek

  • έλαιο — και λάδι, το (AM ἔλαιον) 1. το υγρό που λαμβάνεται από την έκθλιψη τού ελαιοκάρπου, ελαιόλαδο 2. γεν. κάθε ρευστή λιπαρή ουσία που προέρχεται από φυτικές, ζωικές ή ορυκτές ουσίες π.χ. σπορέλαιο, αμυγδαλέλαιο, αραβοσιτέλαιο, φιστικέλαιο,… …   Dictionary of Greek

  • ηπατέλαια — Έλαια που έχουν μεγάλη περιεκτικότητα σε βιταμίνες. Τα η. χρησιμοποιούνται στη θεραπευτική ιατρική και λαμβάνονται από το συκώτι ορισμένων ψαριών της οικογένειας του γάδου (μουρούνας). Βλ. λ. μουρουνέλαιο. * * * τα (βιοχ.) έλαια μεγάλης… …   Dictionary of Greek

  • μουρούνα — Βλ. λ. ακιπενσερίδες. * * * η (Μ μουρήνα) το είδος morrhua ή callarias που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στο γένος ψαριών Gadus, αλλ. μπακαλιάρος νεοελλ. φρ. «έλαιο μουρούνας» το μουρουνέλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Το μσν. μουρήνα < λατ.… …   Dictionary of Greek

  • ονίσκος — Γένος μικρών χερσαίων καρκινοειδών της οικογένειας των ονκπαδών, που είναι γνωστά με την κοινή ονομασία γουρουνάκια. Έχουν μήκος περίπου 12 χιλιοστά, σώμα αρθρωτό, καμπύλο προς τα επάνω· ο θώρακας και η κοιλιά είναι εφοδιασμένα αντίστοιχα με επτά …   Dictionary of Greek

  • Ρέυκιαβικ — (Reykjavik). Πόλη της νοτιοδυτικής Ισλανδίας, πρωτεύουσα της χώρας. Η Ρ., που βρίσκεται στη νότια ακτή του κόλπου Φάξαφλοϊ, εκτείνεται σε πεδινή ζώνη, από τη χερσόνησο της Σελτγιάρνανες μέχρι τη μικρή λίμνη Τγιέρναν, ενώ μερικές κατοικημένες… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»